- Ὕψεως
- Ὕψεω̆ς , Ὕψευςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὑψέως — Ὕψευς masc nom sg (epic ionic) Ὑψέω̆ς , Ὑψεύς masc gen sg Ὑψεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπίθρυψις — ύψεως, ἡ, Α συμμετοχή σε τρυφή και χλιδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιθρύπτομαι «εκθηλύνομαι»] … Dictionary of Greek
σύνθρυψις — ύψεως, ἡ, Μ [συνθρύπτω] 1. συντριβή, θρυμματισμός 2. μτφ. συντριβή τής καρδιάς, βαθύτατη λύπη και απογοήτευση … Dictionary of Greek
υπόθυψις — ύψεως, ἡ, Α [ὑποτύφω] προτροπή, παρακίνηση … Dictionary of Greek
υπόστυψις — ύψεως, ἡ, Α [ὑποστύφω] η ιδιότητα τού υπόστυφου … Dictionary of Greek
προκάλυψη — η / προκάλυψις, ύψεως, ΝΑ [προκαλύπτω] κάλυψη και προφύλαξη από εμπρός νεοελλ. στρ. 1. το σύνολο τών μέτρων που παίρνονται για την απόκρουση αιφνιδιαστικής επίθεσης τού εχθρού σε μια ορισμένη θέση καθώς και η προκαλυπτόμενη περιοχή 2. εγκατάσταση … Dictionary of Greek
πρόκυψη — η / πρόκυψις, ύψεως, ΝΑ [προκύπτω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προκύπτω νεοελλ. κάμψη τού κορμού προς τα εμπρός με ευθειασμένη τη ράχη αρχ. 1. (ιδίως κατά τον τοκετό) το να ξεπροβάλλει κανείς 2. προσκύνηση 3. αυτοκρατορικός θρόνος … Dictionary of Greek
στύψη — η / στῡψις, ύψεως, ΝΜΑ [στύφω] 1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα 2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο νεοελλ. χημ. η στυπτηρία αρχ. 1. (σχετικά με δέρμα) συστολή,… … Dictionary of Greek
συγκάλυψη — η / συγκάλυψις, ύψεως, ΝΜ [συγκαλύπτω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκαλύπτω («η συγκάλυψη τού σκανδάλου») … Dictionary of Greek
υπόκρυψη — η / ὑπόκρυψις, ύψεως, ΝΑ [ὑποκρύπτω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκρύπτω … Dictionary of Greek